- σκύφων
- σκύφοςcupmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκυφών — ῶνος, ὁ, Α πιθ. επικάλυμμα σκύφου ή κοίλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύφος + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. πυλ ών)] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πέλλας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας βρίσκεται απέναντι από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Πέλλας (Εθνική οδός Θεσσαλονίκης Έδεσσας) και στεγάζει σε τρεις αίθουσες τα σημαντικότερα ευρήματα της πόλης, που από τον 5ο αι. π.Χ. ήταν… … Dictionary of Greek